υπεραιώνιος

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ία, -ον, Μ
ο πριν από τους αιώνες, αυτός που δεν έχει χρονικά όρια, ο πράγματι αιώνιος.
επίρρ...
ὑπεραιωνίως Μ
άχρονα, πέρα από τα όρια του χρόνου.