συνεπιλέγω

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A utter in addition, τὸν λόγον τοῦτον PMag.Par.1.1037.    2 Med., read over together, Hld.10.13.

Spanish

añadir además

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.