συνεπιλέγω
English (LSJ)
A utter in addition, τὸν λόγον τοῦτον PMag.Par.1.1037. 2 Med., read over together, Hld.10.13.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.