-έω Μ(σχετικά με άυλα όντα) απεικονίζω με σωματική υπόσταση, ζωγραφίζω σαν να έχουν σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. σχηματογραφῶ].