τραχήλιος
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.———————— (II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).
(I)
ο, Ν
ζωολ. γένος βλεφαριδοφόρων πρωτοζώων της τάξης τών ολοτρίχων.———————— (II)
ὁ, Α τράχηλος
τραχηλιαίος («κόσμος τραχήλιος», Ανέκδοτα Βεκκήρου).