ΜΑ ἀκμάζωμσν.1. έχω υπερβεί την ακμή της ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.)αρχ.υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη.