ὑπνωδία

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ἡ,

   A sleepiness, drowsiness, Iamb.Protr. 21.κέ p.110P.

German (Pape)

[Seite 1207] ἡ, Schläfrigkeit, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνωδία: ἡ, τὸ ὑπνῶδες ἢ ὑπνηλόν, νυσταγμός, Ἰάμβλ. Προτρ. σ. 326.

Greek Monolingual

η / ὑπνωδία, ΝΑ ὑπνώδης
νεοελλ.
κατάσταση νάρκωσης μερικών εντόμων
αρχ.
υπνηλία.