φιδάκνη
English (LSJ)
φῐδακν-ίς,
A v. πιθάκνη.
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ, att. = πιθάκνη, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φῐδάκνη: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ πιθάκνη.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. πιθάκνη.
φῐδακν-ίς,
A v. πιθάκνη.
[Seite 1273] ἡ, att. = πιθάκνη, w. m. s.
φῐδάκνη: ἡ, Ἀττ. ἀντὶ πιθάκνη.
ἡ, Α
(αττ. τ.) βλ. πιθάκνη.