φυτών

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,

   A place planted, esp. vineyard, Hdn.Epim.146.

German (Pape)

[Seite 1320] ῶνος, ὁ, ein mit Gewächsen, Bäumen oder Weinstöcken bepflanzter Ort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος, μάλιστα δι’ ἀμπέλων, ἀμπελών, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.

Greek Monolingual

-ῶνος, ὁ, Α
τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ-όν + επίθημα -ών (πρβλ. ξεν-ών)].