φυλλορροώ

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

φυλλορροῶ, -έω, ΝΜΑ φυλλορόος
(για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο
νεοελλ.
μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί»)
αρχ.
1. κωμ. ρίχνω, πετώ την ασπίδα μου για να σωθώ
2. χάνω τα μαλλιά μου, γίνομαι φαλακρός.