χασμός

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.

Greek (Liddell-Scott)

χασμός: ὁ, χάσμημα, χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω + κατάλ. -μός
(πρβλ. φραγ-μός)].