χολόσταση

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. παύση της ροής της χολής στις εξωήπατικές χοληφόρες οδούς ή στο εσωτερικό του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholostase < χολή + στάση].