χλωροφαινόλη

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorophenol < chloro- (< χλωρο-) + phenol (βλ. φαινόλη)].