ἀγχίνοια
English (LSJ)
ἡ, (νοέω)
A ready wit, sagacity, shrewdness, Pl.Chrm.160a, Arist.EN1142b6, AP0.89b10, Zeno Stoic. 1.56, Onos.Praef.9, D.S.1.65, etc.; ἀ. αὐλική Plb.15.34.4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vivacité d’esprit.
Étymologie: ἀγχίνοος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
sagacidad, astucia, inteligencia, agudeza ψυχῆς D.S.1.8 (= Democr.B 5.1), ἡ δ' ἀ. οὐχὶ ὀξύτης τίς ἐστι τῆς ψυχῆς ἀλλ' οὐχὶ ἡσυχία; Pl.Chrm.160a, cf. Epin.976c, Def.412e, ἔστι δ' εὐστοχία τις ἡ ἀ. Arist.EN 1142b6, cf. APo.89b10, Zeno Stoic.1.56, Apollod.Hist.53, Onas.praef.9, D.S.1.65, PVindob.Tandem 2.5 (III d.C.), Sch.Er.Il.18.250b, Eust.1141.61, αὐλικὴ ἀ. astucia, intriga cortesana Plb.15.34.4.
Greek Monotonic
ἀγχίνοια: ἡ, πνευματική ετοιμότητα, οξύτητα, εγρήγορση πνεύματος, οξύνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.