ἄερθεν: ἴδε ἐν ἀείρω.
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de ἀείρω.
ἄερθεν: Επικ. αντί ἠέρθησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ του ἀείρω· ἀέρθη, γʹ ενικ. -ἀερθείς, μτχ.