αἱματώδης

Revision as of 17:21, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ες,

   A looking like blood, διαχωρήματα Hp.Prog.11; φάρυγξ Th.2.49, cf. Arist. Mete.342a36, Thphr.HP6.4.6, etc.    2 of the nature of blood, bloody, ὑγρότης Arist.GA726b32, cf.PA665b7 (Comp.), al.; διαχώρησις Diocl. Fr.147.

Greek (Liddell-Scott)

αἱματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 medic. enrojecido por la sangre de partes del cuerpo τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν Th.2.49
sanguinolento αἱματῶδές τε οὐρέουσι Hp.Epid.6.1.5, αἱματώδεα πτύουσιν Hp.Epid.6.3.24, cf. Hum.20, ὑγρότης Arist.GA 726b32, διαχωρήσεις Diocl.Fr.185.41, ὑποχύσεις Archig. en Gal.12.796, cf. Arist.PA 665b7.
2 gener., sólo ref. al color semejante a la sangre, rojo sangre αἱ. χρώματα Arist.Mete.342a36, cf. Thphr.HP 6.4.6, Plu.2.238f, Gal.19.495, Cleom.2.1.133, D.C.62.1.2, 65.11.1.
3 fig. cruento, sangriento καιρός Gr.Thaum.M.10.1016C.

Greek Monotonic

αἱμᾰτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, σε Θουκ.