ἀλετός
English (LSJ)
ὁ,
A grinding, Plu.Ant.45; cf. ἀλητός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετός: ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. ἀλητός. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν πρᾶγμα, ἄλευρον, Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de moudre.
Étymologie: ἀλέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄλετος Plu.2.289f, Hsch.
1 molienda Trypho Fr.113, Plu.Ant.45, l.c., Eust.Op.164.10, 260.36.
2 plu. cascabillo, residuo glos. a εἰαί Hsch.
Greek Monolingual
ἀλετός, ο (Α) ἀλῶ
1. το άλεσμα, η άλεση
2. το προϊόν του αλέσματος, το αλεύρι.