ἁλυκίς

Revision as of 17:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (ἅλς)

   A salt-spring, Str.4.1.6.    II saltness, Plu. 2.897a.

German (Pape)

[Seite 110] ίδος, ἡ, das Salzigsein, Plut. plac. phil. 3, 16. – Bei Strab. p. 182 Salzquelle.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ, (ἃλς) = ἁλμυρὰ πηγή, Στράβ. 182. ΙΙ. ἁλμυρότης, Πλούτ. 2. 896F.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 salure;
2 salines.
Étymologie: ἁλυκός.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 salinidad, Placit.3.16.2, Plu.2.897a.
2 manantial de agua salobre Str.4.1.6.

• Etimología: Cf. ἅλς.

Greek Monolingual

ἁλυκὶς (-ίδος), η (Α) ἁλυκός
1. πηγή αλμυρού νερού
2. αλμυρότητα, αρμύρα.

Greek Monotonic

ἁλῠκίς: -ίδος, ἡ (ἅλς), αλμυρή πηγή, σε Στράβ.