ἀραίρηκα

Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἀραιρ-ημένος, ἀραίρ-ητο,

   A v. αἱρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραίρηκα: -ημένος, -ητο, Ἰων. τύποι μετ’ ἀναδιπλ., ἴδε τὸ ῥῆμα αἱρέω.

Spanish (DGE)

ἀραίρημένοςἀραίρητο v. αἱρέω.

Greek Monotonic

ἀραίρηκα: αναδιπλ. τύπος του ᾔρηκα, παρακ. του αἱρέω· ἀραίρημαι, Παθ.· ἀραίρητο, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ.