διαμαστιγόω

Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A scourge severely, Phld.Rh.2.298 S.:—Pass., bear marks of scourging, Pl.Grg.524c.

Greek (Liddell-Scott)

διαμαστῑγόω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, Πλάτ. Γοργ. 524Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: διά, μαστιγόω.

Spanish (DGE)

azotar, flagelar fuertemente s.cont., Phld.Rh.2.298
fig. (τὸ ἐν ἡμῖν θυμοειδές) Gal.5.20, en v. pas. (ψυχή) διαμεμαστιγωμένη καὶ οὐλῶν μεστὴ Pl.Grg.524e.

Greek Monotonic

διαμαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.