νενέαται

Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

German (Pape)

[Seite 241] ion. = νένηνται, von νέω, häufen.

Greek (Liddell-Scott)

νενέαται: Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. πρκμ. τοῦ νέω, ἐπισωρεύω.

Greek Monotonic

νενέαται: Ιων. αντί νένηνται, Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του νέω, σωρεύω.