θυλέομαι

Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A offer in sacrifice, ἀλφίτων ὀλίγας δράκας Porph.Abst.2.17; θυηλήσασθαι shd. be read in Poll.1.27.

German (Pape)

[Seite 1222] opfern, Sp. Davon

Greek (Liddell-Scott)

θυλέομαι: Ἀποθ., προσφέρω ὡς θυσίαν, Πολυδ. Α΄, 27 (ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσι θυλήσασθαι, οὐχὶ θυηλήσασθαι), Πορφύρ. π. Ἀποχ. ἐμψ. 2. 17.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
offrir en sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monotonic

θυλέομαι: (θύος), προσφέρω.