κατευστοχέω

Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

strengthd. for εὐστοχέω,

   A to be quite successful, ἐν πᾶσιν D.S.2.5: abs., Plu.Aem.19.

German (Pape)

[Seite 1398] glücklich zielen, gut treffen, glücklich sein; ἐν πᾶσι D. Sic. 2, 5; Plut. Aem. Paul. 19.

Greek (Liddell-Scott)

κατευστοχέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ εὐστοχέω, εἶμαι ἐντελῶς ἐπιτυχής, ἐν πᾶσιν Διόδ. 2. 5· ἀπολ., Πλουτ. Αἰμιλ. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
atteindre le but ; réussir, être heureux.
Étymologie: κατά, εὐστοχέω.

Greek Monotonic

κατευστοχέω: μέλ. -ήσω, είμαι αρκετά επιτυχημένος, σε Πλούτ.