οὔπως
English (LSJ)
or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv.
A no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.
German (Pape)
[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en aucune façon, nullement.
Étymologie: οὐ, πῶς.
English (Autenrieth)
nohow, on no terms.
Greek Monolingual
οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α)
επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε.
Greek Monotonic
οὔπως: ή οὔπως, Ιων. οὔκως, επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.