οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9˙ οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D˙ οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6˙ πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.
ῶνος (ὁ) :cellier pour le vin.Étymologie: οἶνος.
οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.