λεηλασία

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ep. λεηλασίη, ἡ,

   A plundering, robbery, X.Hier.1.36, Ps.-Phoc. 46 (pl.), A.R.2.303, Plu.Eum.9 (pl.).

German (Pape)

[Seite 23] ἡ, das Beutewegtreiben, Beutemachen; Xen. Hier. 1, 36; Ap. Rh. 2, 302. Von

Greek (Liddell-Scott)

λεηλᾰσία: ἡ, τὸ λεηλατεῖν, Ξεν. Ἱέρ. 1, 36, Ψευδο-Φωκυλ. 41, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 303, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
enlèvement de butin, pillage.
Étymologie: cf. λεηλατέω.

Greek Monolingual

η (Α λεηλασία, επικ. τ. λεηλασίη) λεηλατώ
αποκόμιση λείας, διαρπαγή, λαφυραγώγηση, καταλήστευση («καὶ πλοῡτον ἐκ...λεηλασιῶν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λεηλᾰσία: ἡ, συλλογή λαφύρων, αρπαγή, ληστεία, σε Ξεν.