μεσαμβρινός

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek Monolingual

μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.

Greek Monotonic

μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.