μοιχεία

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R.443a (pl.); μοιχείας γραφαί Phot., Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Ehebruch; Andoc. 4, 10; im plur., Plat. Rep. IV, 443 a; Sp., wie Luc., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ μοιχεύειν ἢ μοιχεύεσθαι, Ἀνδοκ. 30. 17, Λυσ. 95. 13, Πλάτ. Πολ. 443Α· μοιχείας γραφαὶ Μένανδρ. ἐν «Χαλκίδι» 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

from μοιχεύω; adultery: adultery.

English (Thayer)

μοιχειας, ἡ (μοιχεύω), adultery: plural (Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2): Andocides (405 B.C.>), Lysias), Plato, Aeschines, Lucian, others.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχεία) μοιχεύω
1. η παράβαση της συζυγικής πίστης, συζυγική απιστία, εξωσυζυγική σχέση.

Greek Monotonic

μοιχεία: ἡ, μοιχεία, ερωτική σχέση εκτός γάμου, σε Πλάτ.