λευκόσφυρος

Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.

Greek Monolingual

λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].

Greek Monotonic

λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.