πρῳρεύς

Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A officer in command at the bow, as the κυβερνήτης at the stern (= πρῳράτης), X. An.5.8.20, Oec.8.14, D.32.7, Arist.Pol.1253b29, GDI4335 (Rhodes), OGI674.11 (Egypt, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πρῳρεύς: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν ναύτης ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ κυβερνήτης κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. πρῳράτης), «σκοπός», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. Πρυμνεύς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commandant de l’avant d’un navire, timonier, second du κυβερνήτης.
Étymologie: πρῴρα.

Greek Monotonic

πρῳρεύς: -έως, ἡ (πρῷρα), αξιωματικός που διευθύνει πάνω στην πρύμνη, σκοπός, σε Ξεν. κ.λπ.