ὠκυδήκτωρ

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A sharp-biting, ῥίνη AP6.92 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ ὀξέως δάκνων, ῥίνη Ἀνθ. Παλατ. 6.92.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
aux morsures aiguë (lime).
Étymologie: ὠκύς, δάκνω.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που δαγκώνει με οξύτητα ή με δύναμη («ῥίνην... ὠκυδήκτορα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -δήκτωρ (< δάκνω «δαγκώνω»)].

Greek Monotonic

ὠκῠδήκτωρ: -ορος, ὁ (δάκνω), αυτός που δαγκώνει κοφτερά, με οξύτητα, σε Ανθ.