εἰλήλουθα

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν,

   A v. ἔρχομαι.

German (Pape)

[Seite 728] perf. zu ἔρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.

English (Autenrieth)

see ἔρχομαι.

Greek Monotonic

εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.