ἱροφάντης

Revision as of 21:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ, Ion. for ἱεροφ-.

Greek (Liddell-Scott)

ἱροφάντης: ὁ, Ἰων. ἀντὶ ἱεροφάντης.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἱεροφάντης.

Greek Monolingual

ἱροφάντης, ὁ (Α)
ιων. τ. του ιεροφάντης.

Greek Monotonic

ἱροφάντης: ὁ, Ιων. αντί ἱεροφάντης.