τετραετία

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A term of four years, Thphr.CP3.7.7, Plu.Pomp.55, IG22.333c17 (iv B.C.), 9(1).12.10 (Ambryssus, iii A.D., where τετραετ[εί]ᾳ).

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Plut. Luc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7, Πλουτ. Πομπ. 55, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
durée de quatre ans.
Étymologie: τετραετής.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τετραετής
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών (α. «χρημάτισε υπουργός μια ολόκληρη τετραετία» β. «τὰς ἐπαρχίας ἔχειν εἰς ἄλλην τετραετίαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

τετραετία: ἡ, χρονική περίοδος τεσσάρων ετών, σε Πλούτ.