κλινήρης

Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ες,

   A ill in bed, Ph.2.317, J.BJ2.21.6, Plu.Pyrrh.11, Ath.12.554d, Gal.1.297, BGU45.14 (iii A.D.); -ήρη τινὰ τηρεῖν keep her in bed, Sor.1.46.

German (Pape)

[Seite 1454] ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνήρης: -ες, ἐπὶ κλίνης κατακείμενος, κατάκοιτος, Λατιν. lecto affixus, Πλουτ. Πύρρ. 11, Ἀθήν. 554D.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
retenu au lit, alité.
Étymologie: κλίνη.

Greek Monolingual

-ες (AM κλινήρης, -ες, Μ και κλινάρης, -ες)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῡ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφ-ήρης, ποδ-ήρης.

Greek Monotonic

κλῑνήρης: -ες (*ἄρω), κατάκοιτος, Λατ. lecto affixus, σε Πλούτ.