τετράπλεθρος

Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A consisting of four plethra, Plb.6.27.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Plethra oder Hufen Landes groß, Pol. 6, 27, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, συγκείμενος ἐκ τεσσάρων πλέθρων, ὥστε τὸ ἐμβαδὸν γίγνεσθαι τετράπλεθρον Πολύβ. 6. 27, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre arpents.
Étymologie: τέσσαρες, πλέθρον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει έκταση τεσσάρων πλέθρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πλέθρον (πρβλ. ἑξά-πλεθρος)].

Greek Monotonic

τετράπλεθρος: [ᾰ], -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερα πλέθρα, σε Πολύβ.