σοφόνοος

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, contr. σοφόνους, ουν,

   A wise-minded, Luc.Rh.Pr.17.

German (Pape)

[Seite 915] zsgzgn σοφόνους, weises Sinnes, Luc. rhet. praec. 17.

Greek (Liddell-Scott)

σοφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων σοφὸν νοῦν, ἐχέφρων, νουνεχής, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
d’un esprit sage.
Étymologie: σοφός, νόος.

Greek Monotonic

σοφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ευφυής, εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, οξύνους, σε Λουκ.