ἀρκτῷος

Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

α, ον, (ἄρκτος)

   A of a bear, γενύεσσιν Nonn.D.2.44.    2 arctic, northern, βορέας D.P.519, etc.; κρυμός Lib.Or.59.128; τὰ ἀ. the arctic regions, Luc.Cont.5. ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,ἀρνῳδός,αρνωδός,ΑΡΝΩΔΟΣ,arnōidós,arnōdos,arnodos,a)rnw|do/s,ὁ

{{ |= EM146.55." }}

German (Pape)

[Seite 354] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκτῷος: -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) ἀρκτικός, βόρειος, μῆκος ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d’ours;
2 du nord, arctique.
Étymologie: ἄρκτος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de oso γένυες Nonn.D.2.44.
2 septentrional, ártico βορεας D.P.519, τόποι Heph.Astr.3.47.55, κρυμός Lib.Or.59.128, cf. Them.Or.30.349c, τὸ ἀρκτῷον el Norte Manes 54.1, tb. ἡ ἀρκτῴα Lyd.Mag.3.43, τὰ ἀρκτῴα la zona ártica Eudox.Fr.114, Luc.Cont.5, ἀρκτῴων· βορείων τόπων Hsch.

Greek Monolingual

ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα
2. αρκτικός, βόρειος
3. τά ἀρκτῷα
οι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.

Greek Monotonic

ἀρκτῷος: -α, -ον (ἄρκτος II), αρκτικός, βόρειος, σε Λουκ.