ἁρπαστός

Revision as of 21:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A carried away (as by a storm), AP12.167 (Mel.) (but ἁρπασταί, nom. pl. of ἁρπαστής, ὁ, ravisher, is prob. l.).    2 neut. as Subst., ἁρπαστόν, τό, handball, Ath.1.14f, Artem.1.55.

German (Pape)

[Seite 359] geraubt, gefangen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπαστός: -ή, -όν, ὁ ἁρπασθεὶς καὶ βιαίως μεταφερόμενος ὡς ὑπὸ θυέλλης, Ἀνθ. Π. 12. 167.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ravi, pillé.
Étymologie: ἁρπάζω.

Spanish (DGE)

-όν
robado, arrebatado fig. φέρει ... με ... ἁρπαστὸν κώμοις ... Ἔρως AP 12.167 (Mel.).

Greek Monotonic

ἁρπαστός: -ή, -όν (ἁρπάζω), αυτός που μπορεί να μεταφερθεί μακριά, σε Ανθ.