δαλίον

Revision as of 22:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό, Dim. of δαλός, Ar.Pax959.

German (Pape)

[Seite 520] τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δαλός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 959.

Spanish (DGE)

(δᾱλίον) -ου, τό
tizón, pequeña antorcha Ar.Pax 959, cf. δαλός.

Greek Monolingual

δαλίον, το (Α)
μικρός δαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δαλός].

Greek Monotonic

δᾱλίον: τό, υποκορ. του δαλός, σε Αριστοφ.