γαυρότης

Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A exultation, Plu.Marc.6; of a horse or ass, Id.Pel.22, Mar.38.

German (Pape)

[Seite 476] ητος, ἡ, Wuth, Feuer der Pferde, Plut. Pe-lop. 22 Marcell. 6; eines Esels Mar. 38.

Greek (Liddell-Scott)

γαυρότης: -ητος, ἡ, ὑπερηφανία, ἀγερωχία, Πλούτ. Μαρκέλλ. 6· ἐπὶ ἵππου, ὁ αὐτ. Πελοπ. 22.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
fierté, orgueil.
Étymologie: γαῦρος.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 sent. neg., de pers. fiereza, agresividad, prepotencia c. gen. subjet. τῶν πολεμίων Plu.Marc.6.
2 sent. posit., de anim. arrogancia, gallardía de una potra, Plu.Pel.22, de un asno, Plu.Mar.38, cf. 2.1091d, Gloss.2.261.

Greek Monolingual

γαυρότης, η (Α) γαύρος
1. η έπαρση, η αλαζονεία
2. η θορυβώδης επίδειξη.

Greek Monotonic

γαυρότης: -ητος, ἡ (γαῦρος), υπερηφάνεια, αλαζονεία, αγριότητα, σε Πλούτ.