δοξοματαιόσοφος

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.