διαχάζομαι

Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A withdraw, X.Cyr.7.1.31; cf. διχάζω 11.

Greek (Liddell-Scott)

διαχάζομαι: ἀποθετ., ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31· πρβλ. διχάζω ΙΙ.

Spanish (DGE)

abrirse paso X.Cyr.7.1.31.

Greek Monolingual

διαχάζομαι (Α)
υποχωρώ, αποσύρομαι.

Greek Monotonic

διαχάζομαι: αποθ., αποσύρω, υποχωρώ, νικιέμαι, σε Λουκ.