δύσζωος

Revision as of 22:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A wretched, βίοτος δ. AP9.574.

Greek (Liddell-Scott)

δύσζωος: -ον, ἄθλιος, δυστυχής, βίος δ. Ἀνθ. Π. 9. 574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mène une vie misérable.
Étymologie: δυσ-, ζωή.

Spanish (DGE)

-ον miserable, que no es vida, βίοτος AP 9.574.

Greek Monolingual

δύσζωος, -ον (Α)
φρ. «δύσζωος βίος» — δύστυχη ζωή.

Greek Monotonic

δύσζωος: -ον (ζωή), άθλιος, δυστυχής, σε Ανθ.