ἐνδεῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière insuffisante ; ἐνδεεστέρως ἤ THC moins que ; ἐνδεῶς ἔχειν τινός PLUT manquer de qch;
Cp. ἐνδεεστέρως.
Étymologie: ἐνδεής.
Greek Monotonic
ἐνδεῶς: επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.
adv.
d’une manière insuffisante ; ἐνδεεστέρως ἤ THC moins que ; ἐνδεῶς ἔχειν τινός PLUT manquer de qch;
Cp. ἐνδεεστέρως.
Étymologie: ἐνδεής.
ἐνδεῶς: επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.