fut. of ἐκφέρω.
[Seite 885] fut. zu ἐκφέρω.
ἐξοίσω: μέλλ. τοῦ ἐκφέρω.
f. de ἐκφέρω.
see ἐκφέρω.
μέλλ. του ρ. εκφέρω.
ἐξοίσω: μέλ. του ἐκφέρω.