ἐπίκριον

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

τό, (ἴκρια)

   A yard-arm, Od.5.254,318, A.R.2.1262, etc.

German (Pape)

[Seite 953] τό, die quer über den Mastbaum hinlaufende Segelstange, Rahe, Od. 5, 254. 318; Ap. Rh. 2, 1264, wo der Schol. aber τὰ τῆς νηὸς σανιδώματα erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκριον: τό, ἡ κεραία, ἤτοι «τὸ πλάγιον ξύλον τοῦ ἱστοῦ, ᾧ προσδέδεται τὰ ἄρμενα» (Σχολ.), ἐν δ’ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ Ὀδ. Ε. 254, 318, Λατ. antenna navis.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
antenne de vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ἰκρίον.

English (Autenrieth)

yard of a ship, Od. 5.254 and 318.

Greek Monotonic

ἐπίκριον: τό, κεραία, αντένα ιστίου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.