εὐπαράπειστος

Revision as of 23:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.

Greek Monolingual

εὐπαράπειστος, -ον (Α)
αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-πείθω «πείθω, εξαπατώ»].

Greek Monotonic

εὐπαράπειστος: -ον, αυτός που εύκολα παρασύρεται, σε Ξεν.