English (LSJ)
rarer form for ζωός (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
ζώς: οὐδ. ζών, γεν. ζώ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ ζωός, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
adj. m;
seul. nomin. et acc. ζών;
c. ζωός.
English (Autenrieth)Greek Monotonic
ζώς: ουδ. ζών, γεν. ζώ = ζωός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.