κληρονομία

Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A inheritance, Isoc.19.43, etc.; ἡ κ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν inheritance as heir-at-law, D.43.3; κ. μὴκατὰδόσιν, ἀλλὰκατὰ γένος Arist.Pol.1309a23: metaph., εἰλήφασι τὴν τοῦ ὀνόματος κ. αἱ σωματικαὶ ἡδοναί have taken possession of... Id.EN1153b33.    2 property, possession, ἀνέζευξεν ἕκαστος εἰς τὴν κ. αὐτοῦ LXX Ju.16.21(25), cf. 1 Ma.2.56, 6.24.

German (Pape)

[Seite 1451] ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Antheil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονομία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἰσοκρ. 393Α, κτλ.· κλ. κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Δημ. 1051. 11· κλ. μὴ κατὰ δόσιν, ἀλλὰ κατὰ γένος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 20· ― καθόλου, κλ. λαμβάνειν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7. 13, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
participation à un héritage, droit d’hérédité.
Étymologie: κληρονόμος.

English (Strong)

from κληρονόμος; heirship, i.e. (concretely) a patrimony or (genitive case) a possession: inheritance.

English (Thayer)

κληρονομίας, ἡ (κληρονόμος), the Sept. time and again for נַחֲלָה, several times for יְרֵשָׁה, מורָשָׁה, etc.;
1. an inheritance, property received (or to be received) by inheritance, (Isocrates, Demosthenes, Aristotle): a possession (cf. English inheritance); see κληρονομέω, 2): διδόναι τί τίνι κληρονομίαν, λαμβάνειν τί εἰς κληρονομίαν, Aristotle, eth. Nic. 7,14, p. 1153b, 33)). Agreeably to the O. T. usage, which employs נַחֲלָה now of the portion of the holy land allotted to each of the several tribes (κληρονομέω, 2), the noun κληρονομία, lifted to a loftier sense in the N. T., is used to denote a. "the eternal blessedness in the consummated kingdom of God which is to be expected after the visible return of Christ": τῆς κληρονομίας, genitive of apposition (Winer's Grammar, § 59,8a.)); ἡμῶν, destined for us, τοῦ Θεοῦ, given by God, 18.
b. the share which an individual will have in that eternal blessedness: Ephesians 5:5.

Greek Monolingual

και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) κληρονόμος.]
το σύνολο ή το μέρος της περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο του κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β. «ὡμολογεῖτο γὰρ παρὰ πάντων τῆς γυναικὸς εἶναικληρονομία κατά τὴν ἀγχιστείαν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κληρονόμοι, απόγονοι
2. πνευματική ή ψυχική ιδιότητα γονέων, προγόνων, η οποία μεταβιβάζεται στα τέκνα, στους απογόνους
3. φρ. «πνευματική κληρονομία του έθνους» — το σύνολο τών συγγραμμάτων τών προγόνων
μσν.
1. ωφέλεια, απόκτημα
2. ο θρησκευόμενος λαός, οι πιστοί
3. δικαίωμα κληρονομίας
4. κλήρος, μερίδιο γης
5. κτήμα
μσν.-αρχ.
1. μερίδιο, συμμετοχή
2. κατοχή, εξουσία.

Greek Monotonic

κληρονομία: ἡ, κληρονομιά, σε Δημ.· γενικά, κλ. λαμβάνειν τινός, αποκτώ την κυριότητά του, σε Αριστ.