κοσμητός

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

well laid out, Od. 7.127†.

Greek Monolingual

κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.